- συμπνίγω
- ΜΑ [πνίγω]1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ)3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ)4. μτφ. αχρηστεύω, εκμηδενίζω («ἡ ἀπάτη τοῡ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον», ΚΔ)μσν.παθ. συμπνίγομαι(για τους χοίρους τών Γαδαρηνών) πνίγομαι στο νερό μαζί με άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.